-
1 κομαω
ион. κομέω1) (эп. part. pl. κομόωντες, dual. κομόωντε)(тж. κ. τέν κεφαλήν Her., Plut.) отращивать или носить длинные волосы NT.
Ἄβαντες κομόωντες Hom. — длинноволосые абанты;κ. τὰ ὀπίσω τῆς κεφαλῆς Her. — отращивать волосы на затылке;κομῶν καὴ αὐχμηρός Arst. — обросший волосами и неопрятный;ἵππω χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Hom. — пара коней с длинными золотыми гривами;μέ κ. Eur. — не отращивать волос, т.е. стричь их в знак скорби (поговорка арх., связанная с тем, что афиняне VI-V вв. до н.э. стригли волосы по достижении возраста ἔφηβοι)2) быть заносчивым, чваниться, зазнаватьсяμηδὲν κομήσῃς Arph. — не задавайся;
ἐπὴ τῷ κομᾷς ; Arph. — чем ты чванишься?;οὗτος ἐκόμησε ἐπὴ τυραννίδι Her. — он (Килон) обнаглел до того, что стал добиваться тираннии3) быть покрытым растительностью, обрастать, покрываться(ἀσταχύεσσι HH.; ἥ γῆ φυτοῖς κομῶσα Arst.; πεδία κομῶντα Plut.)
-
2 ἔθειρα
ἔθειρα, ἡ, das Haupt ha ar; Homer fünfmal, im plural., von den Mähnen der Pferde und den aus ihnen verfertigten Helmbüschen: Iliad. 16, 795 vom Helmbusche des Patroklos μιάνϑησαν δὲ ἔϑειραι αἵματι καὶ κονίῃσι; vom Helmbusche des Achilleus Iliad. 19, 382. 22, 315 περισσείοντο δ' (καλαὶ δὲ περισσείοντο) ἔϑειραι χρύσεαι, ἃς Ηφαιστος ἵει λόφον ἀμφὶ ϑαμειάς, zu 22, 315 ein aus Aristonie. geflossenes Schol. ἔϑει ρ αι: νῠν καταχρηστικῶς αἱ χαῖται τῆς κόρυϑος; von den Mähnen der Götterpferde Iliad. 8, 42. 13, 24 ὑπ' ὄχεσφι τιτύσκετο χαλκόποδ' ἵππω, ὠκυπέτα, χρυσέῃσιν ἐϑείρῃσιν κομόωντε. Vgl. ἐϑειράς. Die Alten bringen den Ursprung von ἔϑειρα mit dem Verbum ἐϑείρω zusammen, s. z. B. Apoll. Lex. Hom. p. 63, 9. – Folgende: vom Haupthaare des Menschen, Pind. I. 5, 9; Aesch. Pers. 1062; ἔϑειραν κείραντες, Eur. Hel. 1124; sp. D., wie Theocr. 5, 91, der es auch von der Mähne des Löwen braucht, 25, 244; Opp. von den Borsten des Ebers, Cyn. 3, 395, u. den Federn des Huhns, 3, 123. Bei Mosch. 2, 68 (ἐϑείρην) vom Blüthenbüschel der Pflanzen.
-
3 εθειρα
ἥ преимущ. pl.1) волосы, кудри HH., Pind., Aesch., Eur.2) грива(ἵππω χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Hom.; πυρσαὴ ἔθειραι, sc. λέοντος Theocr.)
3) шерсть(ἁπαλαὴ ἔθειραι, sc. μυός Batr.)
4) султан (на шлеме)(ἔθειραι λόφον ἀμφὴ Hom.)
-
4 χρυσεος
(ῡ, поэт. иногда ῠ)1) золотой, отделанный (блистающий, сияющий) золотом или позолоченный(δέπας, σκῆπτρον, θρόνος, δώματα Hom.; σάκος, αἰχμή Her.; τρίπους, φιάλα, δίφρος Pind.; κράνος Xen.; στέφανος Plat.; ἀναδέσμη Eur.)
χρύσεια μέταλλα Thuc. — золотые рудники;Ἀλέξανδρος ὅ χ. Her. — золотое изваяние Александра;χρυσοῦν ἱστάναι τινά Luc. — воздвигнуть кому-л. золотую статую2) перен. золотой, сияющий как золото, золотистый(νεφέλη, νέφος Hom.; σθένος ἀελίου Pind.; ἁμέρα Soph.)
ἵπποω χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Hom. — златогривые кони;αὐτῆς χρυσοτέρη Κύπριδος Anth. — лучезарнее самой Киприды3) перен. золотой, драгоценный, бесценный(ἐλαία, δάφνα Pind.; ἐλπίς, τιμή Soph.; λογισμοῦ ἀγωγή Plat.; βίος Luc.)
χρύσειοι πάλαι - v. l. πάλιν - ἄνδρες Theocr. — люди древнего золотого века -
5 κομάω
A let the hair grow long,Ἄβαντες ὄπιθεν κομόωντες Il.2.542
; , al.;κ. τὴν κεφαλήν Hdt.4.168
; τὰ ὀπίσω κ. τῆς κεφαλῆς ib. 180; τὰ ἐπὶ δεξιὰ τῶν κεφαλέων κ. ib. 191;τὸ γένειον τῇ κεφαλῇ ὁμοίως κ. X.Smp.4.28
;ξανθοτάτοις βοτρύχοισι κ. Pherecr.189
;ἄρσεσιν οὐκ ἐπέοικε κ. Ps.-Phoc.212
;Λακεδαιμόνιοι.. οὐ γὰρ κομῶντες πρὸ τούτου ἀπὸ τούτου κομᾶν Hdt.1.82
, cf. Arist.Rh. 1367a29, Philostr.VA3.15;ἐλακωνομάνουν ἅπαντες.., ἐκόμων Ar.Av. 1282
; μὴ φθονεῖθ' ἡμῖν (sc. τοῖς ἱππεῦσι) ;κομῶν καὶ αὐχμηρός Arist.Rh. 1413a9
, cf. D.H.6.26; ἔνορκον ἂν ποιησαίμην μὴ πρότερον κομήσειν (in token of a vow) πρίν .. Pl.Phd. 89c;ἀνὴρ μὲν ἐὰν κομᾷ, ἀτιμία αὐτῷ ἐστι· γυνὴ δὲ ἐὰν κομᾷ, δόξα αὐτῇ ἐστιν 1 Ep.Cor.11.14
-15.2 plume oneself, give oneself airs, , cf. Pl. 170; οὗτος ἐπὶ τυραννίδι ἐκόμησε aimed at the monarchy, Hdt.5.71; ἐπὶ τῷ κομᾷς; on what do you plume yourself? Ar.V. 1317;μηδὲν ταύτῃ γε κομήσῃς Id.Pl. 572
;κ. ἐπὶ κάλλει Plu.Caes.45
, cf. Luc.Nigr.1; ἐπ' Ἠρίννῃ κ., of her lover, AP11.322 (Antiphan.): c.dat., Opp.C.3.192.II of horses,χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Il.8.42
, 13.24.III of the hair itself, to be long, Opp.C.3.28.IV metaph., of trees, plants, etc., [οὖθαρ ἀρούρης] μέλλεν ἄφαρ ταναοῖσι κομήσειν ἀσταχύεσσιν soon were the fields to wave with long ears, h.Cer. 454;μᾶζαι βώλοις κομῶσαι Cratin.165
;ἁ δὲ καλὰ νάρκισσος ἐπ' ἀρκεύθοισι κομάσαι Theoc.1.133
, cf. 4.57;αἴγειρος φύλλοισι κομόωσα A.R.3.928
;ὄρος κεκομημένον ὕλῃ Call.Dian. 41
;ἡ γῆ φυτοῖς κομῶσα Arist.Mu. 397a24
, cf. Ael.Fr.75;κομῶντα λήϊα Procop.Gaz.Ep.23
.V ἀστέρες κομόωντες, = κομῆται, Arat. 1092.
См. также в других словарях:
χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από … Dictionary of Greek